κομπορρημονώ

κομπορρημονώ
[κομπορρήμων]
περιαυτολογώ, μεγαλαυχώ, κομπάζω, λέω κομπαστικά λόγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αλαζονεύομαι — (Α ἀλαζονεύομαι) είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ αρχ. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών όνος. ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα] …   Dictionary of Greek

  • εκκομπάζω — ἐκκομπάζω (Α) κομπορρημονώ, υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ευχετώμαι — εὐχετῶμαι, άομαι, επικ. τ. αντί εὔχομαι (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) 1. δέομαι, προσεύχομαι, παρακαλώ 2. καυχώμαι 3. κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ρηματ. τ. σε άω (ευχετώμαι) προϋποτίθεται από αντίστοιχους διεκτεταμένους… …   Dictionary of Greek

  • κάργα — (I) επίρρ. 1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα») 2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα») 3. έντονα, με όλη τη δύναμη 4. πολύ σφιχτά («τού έδεσαν τα χέρια… …   Dictionary of Greek

  • κάργας — ο (για πρόσ.) αυτός που επιδεικνύεται σαν παληκαράς, ο ψευτοπαληκαράς, ο νταής («μάς κάνει τον κάργα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάργα (ΙΙ) πρβλ. τη μσν. φρ. βοῶ τὴν κάργαν «κομπορρημονώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατακομπολακυθώ — κατακομπολακυθῶ, έω (Μ) καυχιέμαι πολύ, κομπορρημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κομπολακυθῶ «καυχιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • καυχησιολογώ — έω [καυχησιολόγος] επαινώ τον εαυτό μου, περιαυτολογώ, κομπορρημονώ, αλαζονεύομαι, κομπάζω …   Dictionary of Greek

  • κομποποιώ — κομποποιῶ, έω (Α) υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. μορφο ποιώ, πολτο ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”